ηχομονωτικός

From LSJ
Revision as of 09:29, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στην ηχομόνωση
2. φυσ. φρ. «ηχομονωτικά υλικά» ή απλώς «ηχομονωτικά» — υλικά που παρουσιάζουν την ιδιότητα της απορροφητικότητας του ήχου και χρησιμοποιούνται για την επένδυση τοίχων σε αίθουσες που πρέπει να μονωθούν από τους θορύβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sound-proof < sound «ήχος» + proof «αδιαπέραστος»].