ηχομονωτικός

From LSJ

δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στην ηχομόνωση
2. φυσ. φρ. «ηχομονωτικά υλικά» ή απλώς «ηχομονωτικά» — υλικά που παρουσιάζουν την ιδιότητα της απορροφητικότητας του ήχου και χρησιμοποιούνται για την επένδυση τοίχων σε αίθουσες που πρέπει να μονωθούν από τους θορύβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sound-proof < sound «ήχος» + proof «αδιαπέραστος»].