Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ηδύποτο

From LSJ
Revision as of 09:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698

Greek Monolingual

το (Α ἡδύποτος, -ον)
αυτός που πίνεται ευχάριστα, γλυκός στη γεύσηἡδύποτος οἶνος», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ηδύποτο
οινοπνευματώδες ποτό που περιέχει οινόπνευμα με χυμό καρπών και ζάχαρη, το λικέρ
αρχ.
η ηδυπότις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -πότος (< πίνω) πρβλ. α-κατά-ποτος, ολιγό-ποτος].