ηστός

From LSJ
Revision as of 09:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

ἡστός, -ή, -όν (Α)
ηδονικός, ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ησ- (του ήδομαι, πρβλ. ησ-θήσομαι) + κατάλ. -τος].