γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
[Seite 1189] voll Wunder, Eust.
θαυματόβρυτος, -ον (Μ)γεμάτος από θαύματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, -ατος + -βρυτος < βρύω (πρβλ. χαριτό-βρυτος)].