θερμογόνος

From LSJ
Revision as of 09:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α
αυτός που παράγει θερμότηταθερμογόνος πηγή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -γονος < γίγνομαι (πρβλ. ανδρο-γόνος, ζωο-γόνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στο περιοδικό σύγγραμμα Ερμής οΛόγιος].