θνητόψυχος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A maintaining the mortality of the soul, Tz.H.8.222.
German (Pape)
[Seite 1213] der die Seele für sterblich hält, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
θνητόψυχος: -ον, ἀποδεχόμενος τὸ θνητὸν τῆς ψυχῆς, Ἐκκλ.· οἱ θνητοψυχῖται, αἱρετικοὶ ἀποδεχόμενοι τὸ δόγμα τοῦτο, αὐτόθι.
Greek Monolingual
θνητόψυχος, -ον (Μ)
αυτός που πιστεύει ότι η ψυχή είναι θνητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ά-ψυχος, έμ-ψυχος, πάμ-ψυχος].