θεσμολόγιο

From LSJ
Revision as of 09:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
η συλλογή θεσμών, δηλ. διαταγμάτων, νόμων κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -λόγιο < λέγω «συλλέγω» (πρβλ. ανθο-λόγιο, εορτο-λόγιο). Η λ. στον λόγιο τ. θεσμολόγιον μαρτυρείται στον Ανδρέα Μουστοξύδη].