θυλακοτρώξ

From LSJ
Revision as of 09:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡλᾰκοτρώξ Medium diacritics: θυλακοτρώξ Low diacritics: θυλακοτρώξ Capitals: ΘΥΛΑΚΟΤΡΩΞ
Transliteration A: thylakotrṓx Transliteration B: thylakotrōx Transliteration C: thylakotroks Beta Code: qulakotrw/c

English (LSJ)

ῶγος, ὁ, ἡ, A gnawing sacks, Hsch., Hdn.Gr.2.37.

German (Pape)

[Seite 1222] ῶγος, den Sack zernagend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκοτρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, κατατρώγων θύλακας, «μῦς, οἱ δὲ ἀκρὶς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θυλακοτρώξ, -ῶγος, ὁ (Α)
1. αυτός που κατατρώγει θυλάκους, σακούλια
2. (κατά τον Ησύχ.) «μῡς
οἱ δὲ ἀκρίς» — ο ποντικός, κατ' άλλους η ακρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + -τρώξ (< τρώγω), πρβλ. κυαμο-τρώξ, φυλλο-τρώξ.