ιερατικός

From LSJ
Revision as of 09:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἱερατικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερέα ή στην ιερατεία (α. «ιερατική σχολή» β. «ἱερατικὸν στέφανον», Πλούτ.)
νεοελλ.
φρ. «ιερατική γραφή» και «ιερατικά» — μορφή εξέλιξης της ιερογλυφικής στην Αίγυπτο
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱερατικόν
το ιερατείο
αρχ.
1. ο αφιερωμένος σε ιερό σκοπό
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱερατική
(ενν. τέχνη) η ιερατεία, το αξίωμα του ιερέα
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἱερατικοί
η τάξη τών ιερέων
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱερατικόν
ονομασία εμπλάστρου
5. φρ. «ἱερατικὴ βύβλος» ἡ «ἱερατικὸς χάρτης» — ονομασία παπύρου.
επίρρ...
ιερατικώς και -ά (ΑΜ ἱερατικῶς)
1. με ιερατικό τρόπο
2. από ιερατική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός, μέσω ίσως ενός αμάρτ. ιεράτης ή ιερατός (πρβλ. ιερατεύω)].