ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
το (ΑΜ ἱερατεῖον) ιερατεύωτο σύνολο τών ιερέων μιας θρησκείας, ο κλήροςμσν.-αρχ.το μέρος του ναού στο οποίο στέκονταν οι ιερείς, το ιερό.