θυρσοτινάκτης
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ου, ὁ, A thyrsus-shaker, of Bacchus, Orph.H.52.4.
German (Pape)
[Seite 1228] ὁ, Thyrsusschwinger, Bacchus, Orph. H. 51, 4.
Greek (Liddell-Scott)
θυρσοτῐνάκτης: ὁ, ὁ τινάσσων ἢ σείων τὸν θύρσον, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Ὀρφ. Ὕμν. 51. 4.
Greek Monolingual
θυρσοτινάκτης, ὁ (Α)
(για τον Βάκχο) αυτός που σείει τον θύρσο, που κινεί τον θύρσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + τινάκτης (< τινάσσω), πρβλ. παντο-τινάκτης, πετρεν-τινάκτης].