μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέω → cherish great anticipations, form great projects
ἱκανόπλοος, -ον (ΑΜ, Α και ἱκανόπλοιος)ικανός να πλέει, έμπειρος θαλασσινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + -πλοος (ασυναίρ. του -πλους) ή -πλοιος (< πλους), πρβλ. ειθύ-πλοος, θαλασσό-πλοος)].