ικάνω
From LSJ
ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.
ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.
ἱκάνω (Α)
1. έρχομαι, φθάνω
2. εκτείνομαι
3. (για ψυχικές καταστάσεις) καταλαμβάνω
4. (για ικέτη) πέφτω στα γόνατα κάποιου παρακαλώντας τον, γονυπετώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκ-άν-Fω < ικ- (πρβλ. ί-κω, ικ-νούμαι) + -αν-Fω κατά τα κιχ-άνω, φθ-άνω].