Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ἱμαντίδιον, τὸ (Α)
μικρός ιμάντας, λουράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. γον-ίδιον, χοιρ-ίδιον)].