ιδιοπαθής
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
Greek Monolingual
-ές (Α ἰδιοπαθής, -ές)
νεοελλ.
φρ. «ιδιοπαθής νόσος» — νόσος που η αιτιολογία της είναι άγνωστη, δεν είναι οργανικής προέλευσης («ιδιοπαθής υπέρταση»)
αρχ.
αυτός που έχει κάποιο ιδιαίτερο ψυχικό πάθος.
επίρρ...
ἰδιοπαθῶς (Α)
με προσωπικά κίνητρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -παθής (< πάθος), πρβλ. σεισμο-παθής, ψυχο-παθής].