ισολεχής
From LSJ
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
ἰσολεχὴς, -ές (Α)
αυτός που έχει την ίδια κλίνη με κάποιον άλλο, όμόκοιτος, ὁμόλοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -λεχής (< λέχος «κρεβάτι»), πρβλ. απειρο-λεχής, μονο-λεχής].