ισολεχής

From LSJ
Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand

Menander, Monostichoi, 411

Greek Monolingual

ἰσολεχὴς, -ές (Α)
αυτός που έχει την ίδια κλίνη με κάποιον άλλο, όμόκοιτος, ὁμόλοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -λεχής (< λέχος «κρεβάτι»), πρβλ. απειρο-λεχής, μονο-λεχής].