ιοπάρειος
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek Monolingual
ἰοπάρειος, -ον (Μ)
αυτός που έχει παρειές με χρώμα ίου, καλλιπάρειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -πάρειος (< παρειά), πρβλ. καλλι-πάρειος, λευκο-πάρειος].