ισοβαθής

From LSJ
Revision as of 10:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοβαθής, -ές)
αυτός που έχει ίσο βάθος με άλλον
νεοελλ.
φρ. «ἱσοβαθής γραμμή ή καμπύλη» — σε θαλασσογραφικούς χάρτες η καμπύλη γραμμή που ενώνει τα σημεία στα οποία το βάθος είναι το ίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -βαθής (< βάθος), πρβλ. εγγυ-βαθής, πολυ-βαθής].