λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
ἰατροτέχνης, ὁ (Α)αυτός που έχει ως επάγγελμα την ιατρική.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + -τεχνης (< τέχνη), πρβλ. δεξιο-τέχνης, καλλι-τέχνης].