δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
ἱστιόκωπος, ἡ (Α)(ενν. ναυς) είδος πλοίου που χρησιμοποιεί ιστία και κουπιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -κωπος (< κώπη), πρβλ. σιδηρό-κωπος, φιλό-κωπος].