ιπποκόρυθος
From LSJ
Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt
Greek Monolingual
ἱπποκόρυθος, -ον (Α) ιπποκορυστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κόρυθος (< κόρυς «περικεφαλαία»), πρβλ. ευ-κόρυθος, τρι-κόρυθος.