λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
ο (ΑΜ ἱστοριογράφος)
αυτός που γράφει ιστορικά βιβλία, ο ιστορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορία + -γράφος (< γράφω), πρβλ. διηγηματο-γράφος, πεζο-γράφος.