κένταρχος

From LSJ
Revision as of 10:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

κένταρχος, ὁ (Μ)
(Μ)
(στο Βυζάντιο) αυτός που διοικούσε εκατό άντρες, εκατόνταρχος, κεντυρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < λατ. centum «εκατό» + -αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δέκ-αρχος, εκατόντ-αρχος].