ισόμετρος
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσόμετρος, -ον)
1. ίσος κατά το μέτρο με κάποιον άλλο
2. σύμμετρος, συμμετρικός, αναλογικός
μσν.
αυτός που έχει ακριβείς διαστάσεις
(μσν.- αρχ.) ισομήκης, ισομεγέθης («ἐπιστολὴν ἰσόμετρον καὶ ἰσοδύναμον», Ευστ.)
αρχ.
αυτός που έχει το ίδιο βάρος με κάποιον άλλο
2. ο όμοιας περιμέτρου με άλλον («Περὶ ἰσομέτρων σχημάτων» — τίτλος έργου του Ζηνοδώρου
3. αστρον. αυτός που έχει το ίδιο γεωγραφικό πλάτος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμετρον
πάπ. άγαλμα που έχει φυσικές διαστάσεις.
επίρρ...
ισομέτρως και ισόμετρα (ΑΜ ἰσομέτρως, Μ και ἰσόμετρα)
σε ίσο μέτρο
μσν.
συμμετρικά
αρχ.
1. σε ίσο βαθμό
2. με ισότητα, χωρίς υποταγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. κακό-μετρος, μονό-μετρος].