καιροσκόπος

From LSJ
Revision as of 10:16, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

German (Pape)

[Seite 1297] die rechte Zeit abpassend, K. S.

Greek Monolingual

ο, η (Α καιροσκόπος)
αυτός που καραδοκεί την κατάλληλη ευκαιρία για να τήν εκμεταλλευθεί με αθέμιτα, συνήθως, μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο-σκόπος, τερα-σκόπος].