κακόχρους
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
-ουν, contr. for κακόχροος.
Greek Monolingual
κακόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
1. αυτός που έχει κακή χροιά, άσχημο χρώμα («κακόχροοι ὀφθαλμοί», Γαλ.)
2. αυτός που έχει κακό χρωματισμό, κακή απόχρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό-χρους, ηδύ-χρους].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόχρους -ουν, zonder contr. κακόχροος -οον [κακός, χρώς] met ongezonde kleur.