καννοπλόκος
Greek Monolingual
καννοπλόκος, ὁ (Α)
καλαθοπλόκος, κατασκευαστής καλαθιών από καλάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι» + -πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δολο-πλόκος, στιχοπλόκος.
καννοπλόκος, ὁ (Α)
καλαθοπλόκος, κατασκευαστής καλαθιών από καλάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι» + -πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δολο-πλόκος, στιχοπλόκος.