τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
καμπτρίον, τὸ (AM)(υποκορ. του κάμπτρα) κιβώτιο, μικρή θήκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτρα + υποκορ. κατάλ. -ίον, πρβλ. παιδ-ίον, τρυβλ-ίον].