καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
καρδιουλκῶ, -έω (Α)
1. βγάζω την καρδιά του θύματος και την τυλίγω με ξύγκι για να τήν κάψω
2. επιγρ. (για φυτά) βγάζω την καρδιά ή την ψίχα του φυτού, την εντεριώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -ουλκῶ (< -ουλκός < ὁλκή ή ὁλκός), πρβλ. εμβρυ-ουλκώ, ξιφ-ουλκώ].