καρό

From LSJ
Revision as of 13:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337

Greek Monolingual

το
1. τετράγωνο
2. ύφασμα με σχέδια διακοσμητικά σε σχήμα τετραγώνου
3. η μία από τις τέσσερεις φυλές της τράπουλας, που έχει ως διακριτικό έναν κόκκινο ρόμβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. carreau «τετράγωνο»].