κατσούλα

From LSJ
Revision as of 13:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513

Greek Monolingual

η
1. κωνικό κάλυμμα του κεφαλιού το οποίο αποτελεί μέρος πανωφοριού, η κουκούλα
2. πτυσσόμενο στέγασμα άμαξας κατασκευασμένο από δέρμα, από αδιάβροχο ή από μουσαμά
3. (για πτηνά) το λοφίο
4. η γάτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. casula ή ρουμ. căciulă. Με τη σημασία «γάτα» < κάττα + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. κατσί)].