καύκαλο
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
Greek Monolingual
το (ΑΜ καύκαλον, Μ και καύχαλον)
νεοελλ.
το όστρακο της χελώνας και το κέλυφος τών οστρακοδέρμων, το καβούκι
νεοελλ.-μσν.
κεφάλι, κρανίο
μσν.
1. το άτομο
2. το ξεροψημένο πάνω μέρος της πίτας ή του ψωμιού
3. το πάνω μέρος του υποδήματος που σκεπάζει τον ταρσό και το μετατάρσιο του ποδιού
αρχ.
μέρος στρατιωτικού αρβύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καύκα + κατάλ. -αλον (πρβλ. κρότ-αλον, πέτ-αλον)].