καταρκής

From LSJ
Revision as of 13:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρκής Medium diacritics: καταρκής Low diacritics: καταρκής Capitals: ΚΑΤΑΡΚΗΣ
Transliteration A: katarkḗs Transliteration B: katarkēs Transliteration C: katarkis Beta Code: katarkh/s

English (LSJ)

ές, A fully sufficient, Hsch. (-Χής cod.).

Greek (Liddell-Scott)

καταρκής: -ές, ἐντελῶς, λίαν ἀρκετός, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καταρκής, -ες (Α)
υπεραρκετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αρκής (< ἄρκος, τὸ «η άμυνα»), πρβλ. δı-αρκής, επ-αρκής].