κεντηματιά

From LSJ
Revision as of 13:22, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

η
1. κέντηση, νύξη
2. η βελονιά του κεντήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντημα, -τος + κατάλ. -ιά (πρβλ. δαγκωματ-ιά, ζαρωματ-ιά)].