κεφαλοθραύστης
From LSJ
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
Greek Monolingual
ο
1. ρόπαλο που χρησιμοποιούν οι πρωτόγονοι ως όπλο
2. μτφ. κείμενο ακατανόητο ή δυσεπίλυτο πρόβλημα, σπαζοκεφαλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -θρανστης (< θραύστης < θραύω «σπάω»), πρβλ. καρυο-θραύστης, κυματο-θραύστης. Η λ., στον λόγιο πληθ. τύπο κεφαλοθραῦσται, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].