ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
η
ιατρ. κάθε πάθηση του δέρματος που χαρακτηρίζεται από υπερπλασία της κεράτινης στιβάδας της επιδερμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratodermia < kerato- (πρβλ. κέρας, -τος) + -derm- (πρβλ. -δερμα) + κατάλ. -ία (πρβλ. -ία)].