κιονόδεσμος

From LSJ
Revision as of 13:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

ο
ναυτ. το αποτέλεσμα του κιονοδετώ, το δέσιμο αλυσίδας ή σχοινιού σε κιονίσκο πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -δεσμος (< δεσμός < δέω / δῶ (II) «δένω»), πρβλ. κεφαλό-δεσμος, στηθό-δεσμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].