Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεφαλών

From LSJ
Revision as of 13:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλών Medium diacritics: κεφαλών Low diacritics: κεφαλών Capitals: ΚΕΦΑΛΩΝ
Transliteration A: kephalṓn Transliteration B: kephalōn Transliteration C: kefalon Beta Code: kefalw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, A fan-palm, Chamaerops humilis, Pall.Agr.5.4.5. II = κεφαλωτόν, BGU1118.12 (i B.C.). III = capito, Gloss.

Greek Monolingual

κεφαλών, -ῶνος, ὁ (Α)
1. είδος δένδρου με ριπιδωτά φύλλα, που σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης έφερε την ονομασία χαμαίρωψ ο ταπεινός
2. το κεφαλωτόν, το φυτό πράσο
3. μεγαλοκέφαλος, κεφάλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. -ων / -ώνος (πρβλ. πευκ-ών, πυλ-ών)].