κοιλιοκήλη

From LSJ
Revision as of 13:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438

Greek Monolingual

η
ιατρ. πρόπτωση ενδοκοιλιακού σπλάγχνου δια μέσου ασθενούς σημείου τών κοιλιακών τοιχωμάτων, συνήθως ύστερα από κάποια εγχείρηση ή ως αποτέλεσμα διάστασης τών κοιλιακών μυών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + κήλη. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. abdominal hernia. Η λ. μαρτυρείται από το 1853].