κοινοδρομώ

From LSJ
Revision as of 13:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

κοινοδρομῶ, -έω (Α)
τρέχω από κοινού με άλλον, μετέχω σε κοινό δρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -δρομῶ (< -δρομος < δρόμος), πρβλ. δολιχο-δρομώ, ισο-δρομώ].