κοινογαμία
From LSJ
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
Greek Monolingual
η (AM κοινογαμία)
το καθεστώς του ελεύθερου γάμου, της ελεύθερης σαρκικής μίξης ανδρών και γυναικών χωρίς συζυγικούς δεσμούς («η κοινογαμία υπάρχει σε πολλά φύλα της Αφρικής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -γαμία (< -γαμος < γάμος), πρβλ. δι-γαμία, επι-γαμία].