κονκορδάτο

From LSJ
Revision as of 13:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

και κογκορδάτο, το
1. η με βάση το διεθνές δίκαιο συμφωνία που συνάπτεται ανάμεσα στην εκκλησιαστική και την κοσμική αρχή, στις χώρες της Δύσης, σχετικά με ζητήματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος
2. η μεταξύ του πάπα, ως αρχηγού της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, και ενός κοσμικού αρχηγού κράτους συμφωνία για τη ρύθμιση εκκλησιαστικών ζητημάτων μέσα στα όρια αυτού του κράτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. concordat < γαλλ. concordat < μσν. λατ. concordatum < λατ. concordatum, ουδ. της μτχ. concordatus < λατ. concordo «συμφωνώ, ομονοώ»].