ές, A of common origin, πρόοδος Dam.Pr.52 bis.
κοινοφυής, -ές (Α)αυτός που έχει κοινή αρχή, κοινή καταγωγή με κάποιον ή με κάτι άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -φυής (< φύος, το), πρβλ. αυτο-φυής, μεγαλο-φυής].