κλεπταποδόχος
From LSJ
Greek Monolingual
ο, η
αυτός που εν γνώσει του αποδέχεται, αποκρύπτει ή και χρησιμοποιεί κλοπιμαία πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. κλεπτ-αποδόχος (αντί του ορθ. κλοπιμαιο-αποδόχος) < κλέπτω + -αποδόχος (< ἀποδέχομαι), πρβλ. λησταποδόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή].