κομπαγωγία

Revision as of 13:49, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

κομπαγωγία, ἡ (Α)
καυχησιολογία, κομπασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος «καύχησις» + -αγωγία < -αγωγῶ < ἀγωγός), πρβλ. δημ-αγωγία, σκληρ-αγωγία].