κομπαγωγία
From LSJ
τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
Greek Monolingual
κομπαγωγία, ἡ (Α)
καυχησιολογία, κομπασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος «καύχησις» + -αγωγία < -αγωγῶ < ἀγωγός), πρβλ. δημαγωγία, σκληραγωγία].
τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
κομπαγωγία, ἡ (Α)
καυχησιολογία, κομπασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος «καύχησις» + -αγωγία < -αγωγῶ < ἀγωγός), πρβλ. δημαγωγία, σκληραγωγία].