κορυνομάχος

From LSJ
Revision as of 13:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυνομάχος Medium diacritics: κορυνομάχος Low diacritics: κορυνομάχος Capitals: ΚΟΡΥΝΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: korynomáchos Transliteration B: korynomachos Transliteration C: korynomachos Beta Code: korunoma/xos

English (LSJ)

A gloss on κορυνήτης, Hsch.

Greek Monolingual

κορυνομάχος, ὁ (Α)
αυτός που μάχεται με κορύνη, με ρόπαλο, ροπαλοφόρος πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + -μάχος (< μάχη), πρβλ. μονο-μάχος, ξιφο-μάχος].