κουρόφιλος
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
Greek Monolingual
κουρόφιλος, -ον (Α)
αυτός που αγαπά τους νέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + -φιλος (< φίλος), πρβλ. θεό-φιλος, παιδό-φιλος].