κουρνιαχτός
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
Greek Monolingual
και κορνιαχτός και κορνιακτός, ο (Μ κορνιακτός)
σκόνη, κονιορτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κο(υ)ρνιαχτός σχηματίστηκε από τον αρχικό τ. κονιορτός ως εξής: κονιορτός > κορνιοτός, με μετάθεση του -ρ- από τον συμφυρμό αυτών τών δύο τ. σχηματίστηκε ο τ. κορνιορτός > κορνιοχτός, με ανομοιωτική τροπή του συμπλέγματος -ρτ- σε -χτ- λόγω του προηγουμένου -ρ- (πρβλ. χερόχτι «γάντι» < χειρόρτι)
κορνιαχτός, -κτός με παρετυμολογική επίδραση του συγγενούς σημασιολ. στάχτη / στάκτη
ο τ. κουρνιαχτός προήλθε προφανώς με κώφωση (κο- > κου-)].